τσιμπούρια

τσιμπούρια
Αραχνίδια της οικογένειας των ιξωδιδών. Εξωτερικά αιματοφάγα παράσιτα των σπονδυλωτών, μερικές φορές και του ανθρώπου, τα τ. μπορεί να μεταδώσουν στον ξενιστή μικροοργανισμούς και ιούς, παράγοντες διαφόρων ασθενειών. Παρά το ότι πρέπει να θεωρηθούν μεγάλα σε σχέση με τα άλλα ακάρεα, τα τ. έχουν μέτριες διαστάσεις, οι οποίες κυμαίνονται από μερικά χιλιοστά έως περίπου 1 εκ. Το ρύγχος τους, που βρίσκεται στο μπροστινό τμήμα της κεφαλής, περιλαμβάνει τις χηληκεραίες και ένα όργανο σε σχήμα γλώσσας, που λέγεται οπόστομα, εφοδιασμένο με πολυάριθμα μικρά δόντια στραμμένα προς τα πίσω, τα οποία στερεώνονται στο δέρμα του ξενιστή. Συχνό σε πολλές περιοχές της Ευρώπης είναι το κοινό τ., που παρασιτεί προπάντων στους σκύλους και στα ονυχοφόρα· εκτός του ότι προκαλεί την πυροπλάσμωση στα βοοειδή, μπορεί να προκαλέσει ένα είδος παράλυσης στα πολύ μικρά ζώα και στα προβατοειδή. Ένα είδος διαδεδομένο σε όλες τις ηπείρους είναι ο ριπιδοκέφαλος ο αιματώδης (rhipicephalus sanguineus), που μπορεί να μεταδώσει διάφορες ασθένειες. Θηλυκό τσιμπούρι του είδους ixodes ricinus. Αρσενικό κοινού τσιμπουριού. Κοιλιακή όψη του είδους βοόφιλος: στο μπροστινό μέρος του ρύγχους φαίνεται το υπόστομα, προικισμένο με πολλά άγκιστρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρασιτικές ασθένειες — (Ιατρ.). Ασθένειες του ανθρώπου και των ζώων οι οποίες προκαλούνται από μονοκύτταρα πρωτόζωα, σκουλήκια, τσιμπούρια και μερικά αρθρόποδα. Ανάλογα με τον τύπο του αιτιολογικού παράγοντα, διαιρούνται σε πρωτοζωιάσεις (πρωτοζωικοί αιτιολογικοί… …   Dictionary of Greek

  • ακάρεα — (acari). Τάξη αραχνιδίων με κεφαλοθώρακα που δεν διαχωρίζεται από την κοιλιά και με στοματικό σύστημα που φέρει ρύγχος διαμορφωμένο ανάλογα με την τροφή τους. Τα α. που ζουν ελεύθερα τρέφονται με οργανικά υπολείμματα· τα α. που ζουν ως παράσιτα… …   Dictionary of Greek

  • δερμακέντωρ — ο μικρό άκαρι, τού οποίου τα διάφορα είδη (τσιμπούρια) παρασιτούν διάφορα κατοικίδια ζώα …   Dictionary of Greek

  • σκύλος — Δακτυλοβάμον θηλαστικό της οικογένειας των Κυνιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Ανάλογα με τις ράτσες, ο κατοικίδιος σ. (Canis familiaris) έχει σχήμα και όψεις αξιοσημείωτα διαφορετικές· οι διαστάσεις του μπορούν να ποικίλλουν από πάνω από 90 εκ.… …   Dictionary of Greek

  • τριβίκιον — τὸ, Α στον πληθ. τὰ τριβίκια (εσφ. γρφ. αντί τζιβήκια) κρότωνες, τσιμπούρια …   Dictionary of Greek

  • υπόστροφος — η, ο / ὑπόστροφος, ον, ΝΜΑ [ὑποστρέφω] αυτός που επιστρέφει, που επανέρχεται νεοελλ. 1. (για ασθένεια) αυτός που επανεμφανίζεται 2. φρ. α) «υπόστροφος πυρετός» ιατρ. λοιμώδες νόσημα που προκαλείται από διάφορα είδη τρεπονημάτων και μεταδίδεται με …   Dictionary of Greek

  • αραχνίδια ή αραχνοειδή — (arachnoidea). Ομοταξία αρθροπόδων ζώων. Το σώμα των ζώων αυτών χωρίζεται σε δύο τμήματα: το εμπρός που αποκαλείται πρόσωμα (ή κεφαλοθώρακας) και το πίσω που αποκαλείται οπισθόσωμα (ή κοιλία). Τα πρώτα προστοματικά τους εξαρτήματα λέγονται… …   Dictionary of Greek

  • παρασιτοκτονία — Η καταστροφή των πολυκύτταρων ζωικών οργανισμών που είναι βλαβεροί για τον άνθρωπο, είτε αυτοί οι ίδιοι είτε ως φορείς ασθενειών. Η καταπολέμηση μπορεί να γίνει στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό του οργανισμού· στην πρώτη περίπτωση η π. συμπίπτει με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”